- πεντηκοντακέφαλος
- πεντηκοντακέφαλοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντηκοντακέφαλος — ον, ΜΑ πεντηκοντακάρηνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δι κέφαλος] … Dictionary of Greek
πεντηκοντακέφαλον — πεντηκοντακέφαλος masc acc sg πεντηκοντακέφαλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοντακέφαλοι — πεντηκοντακέφαλος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)